- κοττάβινορ
- κοττάβινορ (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) η λεκάνη στην οποία έπαιζαν το παιχνίδι κότταβος.[ΕΤΥΜΟΛ. κοττάβινορ = κοττάβινος (< κότταβος), με τον ρωτακισμό τού -ς σε -ρ που χαρακτήριζε την αρχαία λακωνική διάλεκτο].
Dictionary of Greek. 2013.